24 Μαρ 2010

Απαιτήσεις

Ένας άντρας μπαίνει στο αγαπημένο του εστιατόριο και κάθεται στο συνηθισμένο του τραπέζι. Ρίχνει μια ματιά γύρω του και βλέπει μια πανέμορφη γυναίκα να κάθεται σ'ένα κοντινό τραπέζι. Η γυναίκα είναι μόνη της. Ο τύπος φωνάζει το γκαρσόνι και του ζητά να στείλει στη γυναίκα το πιο ακριβό μπουκάλι σαμπάνιας που έχει (σκέφτεται ότι αν η γυναίκα δεχτεί το μπουκάλι, τότε θα δεχτεί και τα περαιτέρω...).
Το γκαρσόνι πηγαίνει το μπουκάλι στην ωραία κυρία
- Εκ μέρους του κυρίου, της λέει και τον δείχνει.
Η γυναίκα κοιτάει ψυχρά τον τύπο, κοιτάζει και το μπουκάλι, και τελικά αποφασίζει να στείλει ένα σημείωμα στον κύριο, πάντα μέσω του γκαρσόν.
Ο άντρας διαβάζει το σημείωμα, που λέει: «Για να δεχτώ τη σαμπάνια σας, θα πρέπει να έχετε μια Mercedes στο πάρκινγκ σας, ένα εκατομμύριο δολάρια στην Τράπεζα και 20 εκατοστά στο παντελόνι σας».
Αποφασίζει λοιπόν να της απαντήσει και δίνει ένα νέο σημείωμα στο γκαρσόνι, να το πάει στην ωραία γυναίκα. Το σημείωμα λέει...
«Όσον αφορά το αίτημά σας, θα μπορούσα να πουλήσω την Ferrari Modena 360 και την BMW 850 που έχω, για να μου μείνει μόνο η Mercedes 600 SEL στο πάρκινγκ. Επίσης, θα μπορούσα να επενδύσω ή και να ξοδέψω τα 2 από τα 3 εκατομμύρια δολάρια που έχω στο λογαριασμό μου. Αλλά... ακόμη και για μια γυναίκα τόσο υπέροχη όσο εσείς, δεν θα έκοβα 5 εκατοστά....
Υ.Γ. Παρακαλώ να μου επιστρέψετε τη σαμπάνια μου.»

Κόλαση ή παράδεισο

Βρέθηκαν μια μέρα στη κόλαση ένας Έλληνας , ένας Αμερικάνος κι ένας Ινδός. Τους συναντάει ο διάβολος και τους λέει:
- Σε όσους έρχονται εδώ δίνω μία ευκαιρία να μεταφερθούν στον παράδεισο.
Και βγάζει ένα τεράστιο μαστίγιο λέγοντας:
- Όποιος θα αντέξει τρία χτυπήματα χωρίς να φωνάξει, θα πάει στον παράδεισο. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε για ασπίδα ό,τι θέλετε.
Πρώτος πηγαίνει ο Αμερικανός.
- Τί θα έχεις για ασπίδα;, ρωτάει ο διάβολος.
Ο Αμερικάνος σηκώνει μια τεράστια πέτρα και λέει:
- Θα χρησιμοποιήσω αυτή την πέτρα! Είμαι έτοιμος!
Σηκώνει ο διάβολος το μαστίγιο, χτυπάει μια και φεύγει η πέτρα. Χτυπάει δεύτερη και ουρλιάζει σαν τρελός ο Αμερικάνος, οπότε χάνει την ευκαιρία να πάει στον παράδεισο.
Στη συνέχεια ήταν σειρά του Ινδού.
- Τί θα έχεις για ασπίδα;, τον ρωτάει ο διάβολος.
- Τίποτα, λέει ο Ινδός. Έκανα πενήντα χρόνια γιόγκα και δε νιώθω καθόλου πόνο!
Στο πρώτο χτύπημα ο Ινδός ήταν ατάραχος. Στο δεύτερο έκανε κάποιους μορφασμούς και στο τρίτο χτύπημα λίγο περισσότερους. Αλλά δεν έβγαλε κουβέντα από το στόμα του!
- Να πάρει, λέει ο διάβολος, πρώτη φορά αντέχει κάποιος τρία χτυπήματα. Λοιπόν, είσαι ελεύθερος
να πας στον παράδεισο. Το αξίζεις.
- Όχι, λέει ο Ινδός. Θέλω να μείνω και να δω. Σε όλα τα ανέκδοτα ο Έλληνας τη βγάζει καθαρή. Θέλω να δω τώρα πώς θα ξεμπερδέψει!
- Εντάξει, μείνε να βλέπεις, του λέει ο διάβολος.
Έρχεται λοιπόν η σειρά του Έλληνα και τον ρωτάει:
- Εσύ τί θα χρησιμοποιήσεις για ασπίδα;
Και απαντάει ο Έλληνας:
- Τον Ινδό!

Η σοφία της ζωής

Ο Κόναν πληροφορείται ότι στην άλλη άκρη του κόσμου υπάρχει ένα πανύψηλο βουνό, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται ένα παλάτι και μέσα στο οποίο κατοικεί ο γέροντας που κατέχει την απόλυτη σοφία της ζωής. Ζαλώνεται, λοιπόν, την ασπίδα, γραπώνει τη σπάθα, φοράει το γούνινο σωβρακάκι του και ξεκινάει για το βουνό.
Περνάει την Έρημο της Δίψας, το Φαράγγι Χωρίς Πάτο, ξυστά απ' το Πηγάδι των Χιλίων Ευχών, και μετά από πορεία εκατό ημερών στην Τούνδρα των Μηδέν Βαθμών Κέλβιν, φτάνει στους πρόποδες του Βουνού της Σοφίας, το οποίο βλέπει να χάνεται μέσα στα σύννεφα. Αρχίζει την ανάβαση, τα μπράτσα σφίγγονται, οι φλέβες τινάζονται, το γούνινο σωβρακάκι τον προστατεύει απ' το κρύο. Βρυχάται όταν, κουρασμένος από την ανάβαση, πατάει στο πλάτωμα στην κορυφή και βλέπει το κάστρο του Γέροντα να ορθώνεται απροσπέλαστο μπροστά του.
Η ξύλινη πύλη είναι κλειστή, αλλά την γκρεμίζει βρυχόμενος με ένα χτύπημα της ασπίδας του. Η επόμενη πόρτα, πιο βαριά, απαιτεί πιο δυνατό χτύπημα. Η τρίτη, σιδερένια, πέφτει μετά απ'το δεύτερο χτύπημά του. Η τελευταία βαριά σιδερένια πόρτα πέφτει με θόρυβο καθώς ο βρυχηθμός του Κόναν σπάει τη σιωπή της ψυχρής κυκλικής αίθουσας, στην οποία ο γέροντας συλλογίζεται με τα δάχτυλα ενωμένα κάτω απ'το πηγούνι του καθισμένος στον θρόνο του.
Ο Κόναν πλησιάζει το κέντρο της αίθουσας και ακουμπάει τα όπλα του μπροστά στα πόδια του Σοφού.
- Ρησπέκτ, γέροντα. Μου είπαν ότι κατέχεις το μυστικό των μυστικών.
- Υπάρχουν και τα πόμολα, Κόναν.
- Μιλάς με γρίφους, γέροντα....

Την γλύτωσε...

Είναι σε ένα αεροπλάνο ένας Έλληνας, ένας Γερμανός και ένας Ιταλός.
Έρχεται ο Χάρος και τους λέει:
- Ήρθε η ώρα σας να πεθάνετε, κάντε την τελευταία προσευχή σας.
Αρχίζουν να τον παρακαλάνε αυτοί και με τα πολλά ο Χάρος συμφωνεί:
- Θα πετάξετε ο καθένας κάτι στην θάλασσα και άμα το βρω θα πεθάνετε, ενώ αν δεν το βρώ θα σας χαρίσω την ζωή.
Πετάει ο Ιταλός ένα κουμπί.
Βουτάει ο Χάρος και σε μισό λεπτό το βρίσκει.
Πετάει ο Γερμανός μία τρίχα.
Βουτάει ο Χάρος και σε δύο λεπτά το βρίσκει.
Πετάει ο Έλληνας ένα άσπρο κουμπί.
Βουτάει ο Χάρος, ψάχνει, ψάχνει, ψάχνει για ώρες και δεν βρίσκει τίποτε...
Στο τέλος, βγαίνει αποκαμωμένος και λέει:
- Ιταλέ, θα πεθάνεις. Γερμανέ, θα πεθάνεις. Έλληνα, θα σου χαρίσω την ζωή! Θέλω όμως να μου πεις τί ήταν αυτό που πέταξες στην θάλασσα...
- Depon αναβράζον.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...