Ένας γεράκος πάει στην εκκλησία και θέλει να εξομολογηθεί.
-Πάτερ, έχω αμαρτήσει!
-Εντάξει ..τέκνον ... (Τί τέκνον; τον έκοβε ο παπάς με το μάτι για να του βρεί θέση όπου κανείς με τα σωστά του, δεν θέλει αλλά που θα πάμε όλοι μας...)
-Λοιπόν παπά, το 1943 τότε που οι Γερμανοί κυνηγούσαν τους Εβραίους άκουσα δυνατά χτυπήματα στην πόρτα μου. Δεν φοβόμουνα τους Γερμανούς ούτε τους Γκεσταπίτες γιατί ήμουν μαυραγορίτης. Ανοίγω και τι να δώ! Μιά όμορφη κοπελιά 16-17 χονών. Μου είπε ότι είναι Εβραία. Μάρτυρας μου ο Θεός την πίστεψα. Την έκρυψα στο μαγαζάκι - πάνω στο πατάρι- την τάιζα την πότιζα την έντυνα - αλλά κάποια στιγμή μπήκε ο πειρασμός και φτάσαμε στα ανεπανόρθωτα. Και από τότε το συνεχίζαμε σχεδόν κάθε βράδυ.
-Εντάξει, εντάξει... λέει και ο παπάς. Αυτά είναι ανθρώπινα! Νέοι και οι δυό σε συνθήκες πολέμου, με πείνα και στέρηση... Μήν το σκέφτεσαι πια καθόλου!
-Ευχαριστώ πάτερ, αλλά τώρα που γεράσαμε μπορώ να της πω ότι ο πόλεμος τέλειωσε εδώ κι 60 χρόνια;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου